- αγγελοστολισμένος
- και -στόλιστος, -η -οαγγελοπλουμισμένος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + στολίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελοστολισμένος, -η, -ο — και αγγελοστόλιστος, η, ο 1. στολισμένος σαν άγγελος. 2. προικισμένος με αγγελικές αρετές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)